PLAKA

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΕΦHΜΕΡIΔΕΣ ΚΑΙ BLOGS



Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ματίζω

ματίζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ματ (αρχ. ελλ. λ. αμμα = κόμπος, σχοινί ‹ bητω*) -ίζω]
  1. προσθέτω ένα κομμάτι από το ίδιο υλικό και αυξάνω έτσι το μήκος κάποιου πράγματος συνώνυμα: τσοντάρω, μακραίνω αντίθετα: κονταίνω
  2. (ναυτ.) συνδέω τα άκρα δύο σκοινιών ή νημάτων: Καζαντζ. Οδύσσ. Φ 362 "ματίζουμε σκοινιά, ανεράφτουμε τα ολόσκιστα πανιά μας"

1 σχόλιο:

  1. σκότα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. scotta] (ναυτ.) το σκοινί με το οποίο τεντώνονται τα πανιά του ιστιοφόρου: Καζαντζ. -Κακρ. Μετ. Οδ "άλλον δεν είχα αφήσει σύντροφο να κυβερνάει τη σκότα, μονάχα εγώ μια ώρα αρχύτερα να πάμε στην πατρίδα", Καρκ Λογ. Πλ. "οι σκότες κρέμονταν και κείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτικών", Καρκ. Λογ. Πλ. "τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας", Παπαδ. Διηγ. "να καθίση...παρά τον ιστόν, να προσδέση την σκόταν και τον οίακα".

    ΑπάντησηΔιαγραφή