PLAKA

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΕΦHΜΕΡIΔΕΣ ΚΑΙ BLOGS



Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Καπετάν Σιδερής - Μιχάλης Γαμπιεράκης

1 σχόλιο:

  1. ματίζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ματ (αρχ. ελλ. λ. αμμα = κόμπος, σχοινί ‹ bητω*) -ίζω]

    προσθέτω ένα κομμάτι από το ίδιο υλικό και αυξάνω έτσι το μήκος κάποιου πράγματος συνώνυμα: τσοντάρω, μακραίνω αντίθετα: κονταίνω
    (ναυτ.) συνδέω τα άκρα δύο σκοινιών ή νημάτων: Καζαντζ. Οδύσσ. Φ 362 "ματίζουμε σκοινιά, ανεράφτουμε τα ολόσκιστα πανιά μας"

    ΑπάντησηΔιαγραφή