προσθέτω ένα κομμάτι από το ίδιο υλικό και αυξάνω έτσι το μήκος κάποιου πράγματος συνώνυμα: τσοντάρω, μακραίνω αντίθετα: κονταίνω (ναυτ.) συνδέω τα άκρα δύο σκοινιών ή νημάτων: Καζαντζ. Οδύσσ. Φ 362 "ματίζουμε σκοινιά, ανεράφτουμε τα ολόσκιστα πανιά μας"
ματίζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ματ (αρχ. ελλ. λ. αμμα = κόμπος, σχοινί ‹ bητω*) -ίζω]
ΑπάντησηΔιαγραφήπροσθέτω ένα κομμάτι από το ίδιο υλικό και αυξάνω έτσι το μήκος κάποιου πράγματος συνώνυμα: τσοντάρω, μακραίνω αντίθετα: κονταίνω
(ναυτ.) συνδέω τα άκρα δύο σκοινιών ή νημάτων: Καζαντζ. Οδύσσ. Φ 362 "ματίζουμε σκοινιά, ανεράφτουμε τα ολόσκιστα πανιά μας"